ἀκανθόφυλλος

ἀκανθόφυλλος
ἀκανθό-φυλλος, ον,
A with spinous leaves, cj. in Thphr.HP1.10.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακανθόφυλλος — ο αυτός που έχει φύλλα ακανθώδη, αγκαθωτά …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθόφυλλα — ἀκανθόφυλλος with spinous leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”